- ωρολογοποιός
- οαυτός που κατασκευάζει ή διορθώνει ρολόγια, ο ρολογάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ωρολογοποιός — ο, Ν κατασκευαστής ή επιδιορθωτής ρολογιών, ρολογάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωρολόγιο + ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
ποδήλατο — Όχημα με δύο τροχούς ίσης διαμέτρου, εφοδιασμένους με ελαστικά και τοποθετημένους σε μεταλλικό πλαίσιο. Το π. κινείται από τη μυϊκή δύναμη των ποδιών του ατόμου το οποίο το χρησιμοποιεί. Η δύναμη προώθησης μεταδίδεται στον πίσω τροχό με μια… … Dictionary of Greek
ωρολογοποιία — η, Ν η τέχνη ή η βιομηχανία κατασκευής ρολογιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωρολογοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek
ωρολογοποιείο — το, Ν το εργαστήριο τού ωρολογοποιού, ρολογάδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωρολογοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. ὡρολογοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Γκράχαμ, Τζορτζ — (George Graham, 1673 – 1751).Άγγλος αστρονόμος και ωρολογοποιός. Διδάχτηκε την ωρολογοποιία στο εργαστήριο του θείου του και βελτίωσε τη λειτουργία των ρολογιών με διάφορες επινοήσεις. Εφηύρε επίσης πολλά αστρονομικά όργανα, από τα οποία… … Dictionary of Greek
Κρεμλίνο — (ρωσ. Kreml). Το κεντρικό οχυρωμένο τμήμα των ρωσικών πόλεων της φεουδαρχικής περιόδου, αντίστοιχο των ακροπόλεων των αρχαίων ελληνικών πόλεων. Συνήθως βρισκόταν σε υπερυψωμένο σημείο και συχνά στην όχθη ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Το Κ.… … Dictionary of Greek